- κλινικός
- -ή, -ό (Α κλινικός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην κλίνη2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι κλινικοίχριστιανοί τών πρώτων μ. Χ. αιώνων οι οποίοι έπαιρναν το βάπτισμα με ραντισμό στην επιθανάτια κλίνη λόγω τής αντιλήψεως ότι ήταν ανάξιοι να τό πάρουν μέχρι τότενεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλινική ιατρική, δηλ. στην πρακτική διδασκαλία και εφαρμογή τής ιατρικής πάνω στους ασθενείς (α. «κλινικά μαθήματα»)2. το θηλ. ως ουσ. η κλινικήα) αυτοτελές διαγνωστικό και θεραπευτικό τμήμα νοσοκομείου για νοσηλεία περιστατικών ορισμένης ειδικότητας ή αυτοτελές θεραπευτήριο (α. «χειρουργική κλινική τού Ευαγγελισμού» β. «μαιευτική κλινική»)β) πρακτική διδασκαλία και εφαρμογή τής ιατρικής πάνω στους ασθενείς3. φρ. α) «κλινικά σημεία» — αντικειμενικά συμπτώματα που μπορεί να αντιληφθεί ο γιατρός χρησιμοποιώντας μόνο τις αισθήσεις του και χωρίς εργαστηριακά δεδομέναβ) «κλινική διάγνωση» — η διάγνωση στην οποία καταλήγει ο γιατρός μόνο με τις φυσικές μεθόδους επισκόπησης, ψηλάφησης, επίκρουσης και ακρόασης και χωρίς τη βοήθεια εργαστηριακών, ακτινολογικών ή άλλων δεδομένωνγ) «κλινικός γιατρός»i) ο γιατρός που ασχολείται με αρρώστους, ο μη εργαστηριακός γιατρόςii) ο γιατρός που έχει μεγάλη κλινική πείρα και ικανότητα στην κλινική εξέταση και διάγνωσηδ) «κλινικός θάνατος» — κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την απουσία τών κλινικών χαρακτηριστικών τής ζωής και ειδικά τής καρδιακής και τής αναπνευστικής λειτουργίας, ενώ οι λειτουργίες μεταβολισμού εξακολουθούν για λίγο να υπάρχουν στους ιστούςαρχ.1. κλινήρης, κατάκοιτος2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κλινικόςγιατρός που επισκεπτόταν τους ασθενείς στο σπίτι3. το θηλ. ως ουσ. ἡ κλινική (ενν. τέχνηη θεραπευτική μέθοδος τού γιατρού4. το αρσ. ως κύριο όν.) Κλινικόςτίτλος έργου τού Δημοκράτους.επίρρ...κλινικώς και -ά1. από κλινική άποψη2. φρ. «κλινικώς νεκρός» — ασθενής τού οποίου οι καρδιακές και αναπνευστικές λειτουργίες έχουν σταματήσει και το εγκεφαλογράφημα δείχνει σιγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη. Η λ. κλινική στην ιατρική της χρήση είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. clinique (< κλινική < κλινικός < κλίνη)].
Dictionary of Greek. 2013.